τσουκαλιά

τσουκαλιά
η, Ν
το περιεχόμενο ενός τσουκαλιού, η ποσότητα που μπορεί να χωρέσει ένα τσουκάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσουκάλι + κατάλ. -ιά (πρβλ. κουταλ-ιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τσουκαλιά — η η ποσότητα του υλικού που χωράει σε ένα τσουκάλι, όσο χωράει ένα τσουκάλι: Μια τσουκαλιά φασόλια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιφνέικος — και σιφναίικος, η, ο, Ν [Σιφναίος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σίφνο και στους κατοίκους της («σιφνέικα τσουκάλια») 2. αυτός που προέρχεται από τη νήσο Σίφνο («σιφνέικο κανάτι») …   Dictionary of Greek

  • τσουκόπανο — το, Ν κομμάτι υφάσματος με το οποίο βγάζουν τα τσουκάλια από τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσούκα /τσουκάλι + πανί] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ιστορικό και Λαογραφικό Κορίνθου — Το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Κορίνθου ιδρύθηκε το 1976, από την Κορίνθια Αλκμήνη Γαρταγάνη Πετροπούλου. Άρχισε να λειτουργεί το 1988, σε ένα νεόδμητο ιδιόκτητο κτίριο, το οποίο χτίστηκε με βάση τα αρχιτεκτονικά σχέδια του ακαδημαϊκού Σόλωνα …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Λαογραφικό Σαντορίνης Εμμανουήλ Λιγνού — Το Λαογραφικό Μουσείο Σαντορίνης ιδρύθηκε το 1974 από το δικηγόρο και δημοσιογράφο Εμμανουήλ Α. Λιγνό. Η συλλογή του στεγάζεται σε ένα υπόσκαφο σπίτι που χτίστηκε το 1861. Τα αντικείμενα που αποτελούν αυτή τη συλλογή εκτίθενται στους έξι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”